- ἐγγειότοκος
- ἐγγειό-τοκος or [pref] ἐγγεό-, ον,A growing in the earth, of truffles, Thphr. HP1.6.9, cf. Fr.167.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγγειότοκος — ἐγγειότοκος και ἐγγεότοκος, ον (Α) αυτός που φύεται ή αυξάνεται μέσα στη γη … Dictionary of Greek